- ἐργεπείκτης
- ἐργεπείκτης, ου, ὁA
, (ἐπείγω)
taskmaster,Eust.
588.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, (ἐπείγω)
taskmaster,Eust.
588.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εργεπείκτης — ἐργεπείκτης, ὁ (Μ) επιστάτης έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + επείγω + κατάλ. τής]· … Dictionary of Greek
ἐργεπεῖκται — ἐργεπείκτης taskmaster masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργεπείκτην — ἐργεπείκτης taskmaster masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԳՈՐԾԱՍՏԱՑԻԿ — ( ) NBH 1 0575 Chronological Sequence: 8c ա. ἑργεπείκτης ad opus excitans, qui opus urget, instigator Շարժիչ ʼի գործ. գործավար. իբր տուօղ ստանալ շահ ʼի գործելոյ. *Արեգակն՝ հասարակացն ակն ... հասանէ մինչ ʼի խորութիւնս տղմոյ ... է հասարակաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)